- κακοπόδαρος
- -η, -οαυτός που έχει κακό ποδαρικό, γρουσούζης: Μην ανοίγεις το πρωί την πόρτα σ' αυτόν τον κακοπόδαρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κακοπόδαρος — η, ο (Μ κακοπόδαρος, η, ον) νεοελλ. αυτός που έχει κακό ποδαρικό, γρουσούζης μσν. δυστυχής, άθλιος, κακοπαθημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ποδάρι] … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακοποδινός — κακοποδινός, ή, όν (Α) μτγν. αυτός που φέρνει ατυχία, αυτός που έχει κακό ποδαρικό, κακοπόδαρος, δυσοίωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πούς, ποδός + κατάλ. ινός] … Dictionary of Greek